Η απώλεια της περιόδου που προκαλείται από μια πρωτογενή ωοθηκική ανεπάρκεια συχνά παραβλέπεται και αποδίδεται στο άγχος. Οι κλινικοί γιατροί ενδέχεται αρχικά να παραβλέψουν την πάθηση και να αποδώσουν την απώλεια των εμμηνορροϊκών κύκλων στο στρες. Η πρωτογενής ωοθηκική ανεπάρκεια μπορεί να διαγνωσθεί με μια απλή εξέταση αίματος για τη μέτρηση των επιπέδων της ορμόνης διέγερσης των ωοθυλακίων (FSH). Ο εμμηνορροϊκός κύκλος θα πρέπει θα θεωρείται ζωτική ένδειξη και, όταν κορίτσια και γυναίκες κάτω των 40 χάνουν την περίοδό τους ή έχουν άστατο κύκλο, οι γιατροί δε θα πρέπει απλώς να το προσπερνούν σαν κάτι που συσχετίζεται με το άγχος, αλλά να το διερευνούν, ενώ ο εμμηνορρυσιακός κύκλος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται, σε νεαρές γυναίκες και κορίτσια, ως δείκτης γενικής υγείας.
Κάποιοι από αυτούς τους ασθενείς ενδέχεται να πάσχουν από πρωτογενή ωοθηκική ανεπάρκεια, η οποία χαρακτηρίζεται από συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της εμμηνόπαυσης. Εάν υπάρξει καθυστέρηση στη διάγνωση, μπορεί αυτό να έχει ως συνέπεια οστεοπόρωση, που θα μπορούσε να έχει προληφθεί.
Η πάθηση, η οποία αναφέρθηκε πιο πάνω ως πρόωρη εμμηνόπαυση, χαρακτηρίζεται από έλλειψη εμμηνορροϊκών περιόδων, μειωμένη οστική πυκνότητα, αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο και - το πιο ισοπεδωτικό για τις νεαρές γυναίκες - στειρότητα.
Περισσότερες από τις μισές ασθενείς με πρωτογενή ωοθηκική ανεπάρκεια βλέπουν τρεις κλινικούς γιατρούς πριν κάποιος τις παραπέμψει για μια απλή εξέταση αίματος για να επιβεβαιωθεί η πραγματική διάγνωση.
Η διάγνωση πρωτογενούς ωοθηκικής ανεπάρκειας πραγματοποιείται όταν μια γυναίκα έχει περάσει τουλάχιστον 4 μήνες χωρίς καθόλου, με άστατες, με πολύ αραιές ή με πολύ συχνές εμμηνορροϊκές περιόδους και έχει επίπεδα της ορμόνης διέγερσης των ωοθυλακίων εντός των ορίων που δηλώνουν εμμηνόπαυση, σε δύο εξετάσεις που πραγματοποιούνται με μεταξύ τους απόσταση τουλάχιστον ένα μήνα. Τα χαμηλά επίπεδα οιστραδιόλης κάνουν την επιβεβαίωση της διάγνωσης. Στο 90% περίπου των περιπτώσεων, τα αίτια είναι άγνωστα. Στο υπόλοιπο 10% η κατάσταση αποδίδεται σε γενετικές παθήσεις, σε δομικές ανωμαλίες του χρωμοσώματος Χ ή σε αυτοανοσία.
Η αντιμετώπιση της πάθησης, όπως συνιστάται τόσο από την Αμερικανική Εταιρία Αναπαραγωγικής Ιατρικής όσο και από τη Διεθνή Εταιρία Εμμηνόπαυσης, περιλαμβάνει τη χορήγηση πλήρους δόσης θεραπείας αντικατάστασης των οιστρογόνων.
Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Χρ. Σπίγγος
ΠΗΓΗ http://www.ygeiaonline.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου